- υποχώρηση
- η / ὑποχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ]οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, αλλά υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῑσθαι τὴν ὑποχώρησιν», Πολ.)νεοελλ.1. παραίτηση από αξιώσεις, συγκατάβαση, συμβιβασμός («δεν έχει μάθει στη ζωή του να μην κάνει υποχωρήσεις»)2. μείωση τής έντασης ή τής δριμύτητας ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης («υποχώρηση τού ψύχους»)3. ανακοπή τής ορμής4. καθίζηση ή πτώση («υποχώρηση τού εδάφους»)5. στρ. η προς τα πίσω κίνηση μιας μαχόμενης μονάδας, αντίθετη τής επίθεσης, κίνηση που γίνεται για στρατηγικούς ή τακτικούς σκοπούς6. (για διάφορες καταστάσεις και φαινόμενα) ελάττωση τής έντασης, περιορισμός τού παροξυσμού (α. «υποχώρηση τής θύελλας» β. «υποχώρηση τής αρρώστιας»)αρχ.1. τόπος στον οποίο καταφεύγει ή αποσύρεται κανείς, καταφύγιο2. (σχετικά με παλίρροια) τράβηγμα τών νερών, άμπωτη3. διέξοδος4. έκκριμα5. φρ. «ὑποχώρησις γαστρός» — εκκένωση τής κοιλιάς (Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.